To πιο νόστιμο αντιβιοτικό στον κόσμο παράγεται στον Ολυμπο. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας μελέτησαν τις φαρμακευτικές ιδιότητες του μελιού που παράγεται στην περιοχή και ανίχνευσαν αντιοξειδωτικά και αντιβακτηριακά συστατικά σε εξαιρετικά μεγάλες συγκεντρώσεις. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις τα δείγματα που συλλέχθηκαν είχαν συστατικά με ισχυρότερη δράση από αυτή του μελιού Manuka, που παράγεται στη Νέα Ζηλανδία, έχει εγκριθεί για θεραπευτική χρήση και πωλείται έως και 200 ευρώ το κιλό. Η συγκεκριμένη έρευνα, εκτός από τη φαρμακευτική αξία του μελιού, αποδεικνύει και κάτι επίσης εξαιρετικά σημαντικό.
«Οι έρευνες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ίσως αποδείξουν ότι το μέλι που παράγεται στον ορεινό όγκο του Ολύμπου είναι χρυσό νέκταρ και για τους Θεσσαλούς μελισσοπαραγωγούς» λέει ο καθηγητής του τμήματος Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημ. Κουρέτας επικεφαλής της έρευνας που πραγματοποιήθηκε όσον αφορά τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες μελιών από την περιοχή. Η αρχική σκέψη, εξηγεί ο κ. Κουρέτας ήταν, «ότι στον Ολυμπο υπάρχει ένα μοναδικό οικοσύστημα όπου αναπτύσσονται πολλά ενδημικά φυτά τα οποία διαθέτουν σημαντικές γνωστές φαρμακευτικές ιδιότητες. Εφόσον οι μέλισσες τρέφονται με αυτά τα φυτά, το μέλι που παράγουν οπωσδήποτε περιέχει πολλά από αυτά τα συστατικά στη χημική του σύσταση».
Αρχικά εξετάστηκαν μέλια από τις περιοχές Ελασσόνα, Καρυά, Συκέα, Δομένικο, Σκαμνιά, Σαραντάπορο, Κρανιά, Αζωρο, Βερδικούσσα και Καλλιθέα (στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής διατριβής που εκπονήθηκε από τον φοιτητή Νικόλαο Σουλιτσιώτη). «Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αρκετά από τα εξεταζόμενα μέλια είχαν σημαντική αντιοξειδωτική δράση που ξεπερνούσε αυτή του μελιού Manuka που θεωρείται φάρμακο» τονίζει ο κ. Κουρέτας. Η αντιοξειδωτική δράση φυσικών προϊόντων θεωρείται σημαντική γιατί μπορεί να προστατεύσει από την εμφάνιση διάφορων ασθενειών απλά μέσω της διατροφής.
Δείγματα ελληνικών μελιών εξετάστηκαν στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου (επίβλεψη επίκουρος καθηγητής Δ. Μόσιαλος, μεταπτυχιακή εργασία Ελένη Ανθιμίδου) και για την αντιβακτηριακή τους δράση ειδικά έναντι δύο σημαντικών νοσοκομειακών παθογόνων βακτηρίων, της Pseudomonas aeruginosa και του Staphylococcus aureus. Και πάλι ορισμένα δείγματα βρέθηκαν να έχουν μεγαλύτερη αντιβακτηριδιακή δράση από αυτή του μελιού Manuka. Mάλιστα τα αποτελέσματα αυτά θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικά, καθώς πολλά νοσοκομειακά βακτήρια είναι κυριολεκτικά φονικά λόγω της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά που έχουν αναπτύξει. Οπως φαίνεται το μέλι που παράγεται σε συγκεκριμένες περιοχές του Ολύμπου έχει περισσότερες αντιμικροβιακές ιδιότητες κυρίως λόγω της χλωρίδας των περιοχών όπου βόσκουν οι μέλισσες.
Επειδή ωστόσο πολλές φορές ερευνητικά ευρήματα μένουν στο συρτάρι και τα αποτελέσματά τους δεν αξιοποιούνται ποτέ πρακτικά, οι επιστήμονες προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο. Ο αναπληρωτής καθηγητής κ. Κων. Πετρωτός από το τμήμα Μηχανικής Βιοσυστημάτων του ΤΕΙ Θεσσαλίας με την ομάδα του ανέπτυξαν συγκεκριμένη μέθοδο και μετέτρεψαν το μέλι του Ολύμπου σε… σκόνη έτσι ώστε να μπορεί να προστεθεί σε τρόφιμα και άλλα παρασκευάσματα και να χρησιμοποιηθεί ευκολότερα από τη βιομηχανία. «Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να παρασκευάζουμε βιολειτουργικά τρόφιμα» τονίζει ο κ. Κουρέτας.
Η περιφέρεια Θεσσαλίας έχει δεσμευτεί για τη χρηματοδότηση της έρευνας για τις ιδιότητες του μελιού που θα συνεχισθεί από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με τη συνεργασία του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ελασσόνας. Οπως εξηγεί ο καθηγητής, στόχος είναι, τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν να χρησιμοποιηθούν για να καταρτιστεί φάκελος που θα κατατεθεί στην Ε.Ε. για την κατοχύρωση γεωγραφικής ένδειξης ειδικά για το μέλι από τον Ολυμπο.
«Με αυτόν τον τρόπο οι μελισσοπαραγωγοί μπορούν να αποκτήσουν ένα προϊόν μεγάλης προστιθέμενης αξίας αντίστοιχο με το ονομαστό Manuka με προφανή οικονομικά οφέλη συνολικά για την οικονομία της Θεσσαλίας» καταλήγει ο κ. Κουρέτας.
Πολλές οι ποικιλίες, λίγο το θυμαρίσιο
Παρά τα όσα δηλώνονται στα σημεία πώλησης, δεν είναι όλο το ελληνικό μέλι θυμαρίσιο. Επίσης το είδος του μελιού είναι αυτό που καθορίζει πόσο σύντομα θα ζαχαρώσει και όχι η ποιότητά του.
Το θυμαρίσιο μέλι οφείλει τη διασημότητά του στο ότι είναι έντονα αρωματικό και έχει ευχάριστη γεύση και γι’ αυτό πολλές φορές χρησιμοποιείται για την παρασκευή μειγμάτων μελιού. Στην πραγματικότητα το μέλι από θυμάρι που ανθίζει 30-40 ημέρες τον χρόνο οπότε και δίνει τροφή στις μέλισσες αποτελεί το 10% της ελληνικής παραγωγής μελιού. Κρυσταλλώνει μέσα σε 6-18 μήνες από την ημερομηνία παραγωγής του. Το 65% της ελληνικής παραγωγής μελιού είναι πευκόμελο και προέρχεται από μέλισσες που έχουν τραφεί με τις μελιτώδεις εκκρίσεις του εντόμου Marchalina hellenica των πεύκων. Δεν είναι πολύ γλυκό γιατί έχει χαμηλή περιεκτικότητα ζαχάρων και περιέχει πολλά μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Τα αμιγή πευκόμελα μπορούν να παραμείνουν ρευστά περίπου ένα χρόνο.
Το μέλι ελάτης φτάνει μόλις το 5% της ελληνικής παραγωγής μελιού και θεωρείται ένα από τα πιο γευστικά. Προέρχεται από τις ορεινές περιοχές της Eυρυτανίας, της Πίνδου, του Oλύμπου, της Βοιωτίας, από τα βουνά Mαίναλο, Πάρνωνα, Ελικώνα και Xελμό στην Πελοπόννησο και από την Πάρνηθα στην Aττική. Επίσης οι μέλισσες που το παράγουν τρέφονται με μελιτώδεις εκκρίσεις από έντομα όπως τα Cinara confinis και Physokermes hemicryfus. Πρόκειται για ένα μέλι που εφόσον δεν περιέχει προσμείξεις δεν κρυσταλλώνει.
Το μέλι καστανιάς θεωρείται από τα πλέον θρεπτικά αλλά έχει ιδιαίτερη γεύση λίγο πικρή που σε πολλούς δεν αρέσει. Αν χρησιμοποιηθεί σε μείγμα καλύπτει όλα τα άλλα είδη μελιών. Κρυσταλλώνει αργά μετά από δύο χρόνια. Μέλι εσπεριδοειδών ή ανθόμελο έχει απαλή ιδιαίτερη γεύση και έντονο άρωμα και αποτελεί το 25% της ελληνικής παραγωγής. Κρυσταλλώνει όμως σχετικά γρήγορα οπότε πρέπει να καταναλώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα και να μην εκτίθεται σε υψηλές θερμοκρασίες.
Πηγή: kathimerini.gr